- συστηματοποιώ
- (ε) μετ. систематизировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συστηματοποιώ — συστηματοποιώ, συστηματοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συστηματοποιώ — Ν 1. κατατάσσω με συστηματικό τρόπο 2. οργανώνω μεθοδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύστημα, ατος + ποιώ*. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα] … Dictionary of Greek
συστηματοποιώ — συστηματοποίησα, συστηματοποιήθηκα, συστηματοποιημένος, οργανώνω με σύστημα, τακτοποιώ: Δε συστηματοποίησε τη μελέτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποιώ — μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν… … Dictionary of Greek
οργανώνω — (Α ὀργανῶ, όω) [όργανον] εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι νεοελλ. 1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά 2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση … Dictionary of Greek
συστηματοποίηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστηματοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύστημα, ατος + ποίηση (< ποιώ < ποιός*). Η λ., στον λόγιο τ. συστηματοποίησις, μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά] … Dictionary of Greek
τεχνολογώ — τεχνολόγησα, τεχνολογήθηκα, τεχνολογημένος 1. μιλώ ή γράφω για την τέχνη. 2. βάζω κάτι σε κανόνες, συστηματοποιώ. 3. αναλύω γραμματικά τις λέξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)